- ξετρύπωμα
- το [ξετρυπώνω]1. έξοδος από την τρύπα, από τη φωλιά, από την κρύπτη2. ανακάλυψη, ανεύρεση ενός πράγματος καλά κρυμμένου μετά από ψάξιμο3. (για πρόσ.) αιφνίδια, απρόοπτη εμφάνιση4. ξήλωμα, αφαίρεση τού τρυπώματος από ένα ένδυμα.
Dictionary of Greek. 2013.